- βορός
- βορόςgluttonousmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βορός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 49 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. * * * βορός, ά, όν (Α) ο λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορός προήλθε πιθ. με απόσπαση από σύνθετα σε βορος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
βορόν — βορός gluttonous masc acc sg βορός gluttonous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορώτατα — βορός gluttonous adverbial superl βορός gluttonous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορώτατον — βορός gluttonous masc acc superl sg βορός gluttonous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοροί — βορός gluttonous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορούς — βορός gluttonous masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορωτάτη — βορός gluttonous fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορωτάτου — βορός gluttonous masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορωτάτῳ — βορός gluttonous masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορῶς — βορός gluttonous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)